- προσεδρεύοντες
- προσεδρεύωsit nearpres part act masc nom/voc plπροσεδρεύωsit nearpres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμμερίζομαι — ΝΜΑ, και ως ενεργ. συμμερίζω ΜΑ [μερίζω / ομαι] μετέχω σε κάτι μαζί με άλλους, συμμετέχω (α. «συμμερίζομαι την αγανάκτησή σου» β. «οἱ τῷ θυσιαστηρίῳ προσεδρεύοντες τῷ θυσιαστηρίῳ συμμερίζονται», ΚΔ) νεοελλ. φρ. «συμμερίζομαι τη γνώμη [ή την… … Dictionary of Greek